Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

1. Τελευταίος

Πρέπει να είχε κιόλας νυχτώσει έξω. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι στο τοίχο για να σιγουρευτεί και τράβηξε αμέσως στην άκρη τις βαριές, σκούρες κουρτίνες. Ήθελε περισσότερο από κάθε άλλη μέρα να δει τα φώτα της πόλης. Τα θαύμασε για αρκετό χρόνο και στη συνέχεια σκέφτηκε πως είχε έρθει και πάλι η ώρα για τη καθιερωμένη του βραδινή βόλτα. Έβγαλε από τη ντουλάπα τα αγαπημένα του μαύρα ρούχα, ετοιμάστηκε και άφησε πίσω του το καταφύγιό του, έχοντας όμως την αίσθηση πως κάτι είχε αλλάξει εκείνο το βράδυ. Είχε πολλά χρόνια να συναντήσει άλλους του "είδους" του και το μυαλό του δε του έδειχνε κάτι διαφορετικό τώρα. Τη δίψα για ανθρώπινο αίμα την είχε περιορίσει για τα καλά. Οπότε σκέφτηκε πως ίσως το ανακαλύψει αργότερα και κατευθύνθηκε προς το αγαπημένο του εστιατόριο. Εδώ και μια δεκαετία περίπου δεν είχε περάσει ούτε μέρα που να μη δειπνήσει εκεί. Το φαγητό έκανε πως το δοκίμαζε μιας και δε το είχε καθόλου ανάγκη, πήγαινε ωστόσο γιατί του άρεσε η ποιότητα του κόσμου, η ποικιλία στις ηλικίες, μα πάνω απ' όλα το να κρυφακούει τις συζητήσεις τους και κυρίως τις σκέψεις τους. Εκείνη τη νύχτα άκουσε μια μητέρα να καμαρώνει τον δεκάχρονο γιο της, δύο φίλους να κουβεντιάζουν για τα προβλήματα στη δουλειά τους, αλλά το βλέμμα του γρήγορα καρφώθηκε σε έναν άντρα γύρω στα 60 που το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πρόσωπο της γυναίκας του που είχε χάσει πολύ πρόσφατα. Στη στιγμή κατάλαβε τι είχε αλλάξει αυτό το βράδυ. Άφησε χρήματα στο τραπέζι για το λογαριασμό και έφυγε για το σπίτι του. Με το που έφτασε πλησίασε στον καθρέφτη για να διαπιστώσει πως του συνέβη κάτι βαθιά ξεχασμένο. Ένα δάκρυ μόλις είχε τρέξει στο μάγουλό του. Είχε πείσει τον εαυτό του πως πρέπει να είναι μόνος του για πάντα, χωρίς φίλους, χωρίς σύντροφο, αφού άλλοι πλέον "δικοί" του δεν υπήρχαν και αφού δεν ήθελε ποτέ του να βλάψει τον οποιονδήποτε. Η μοναξιά όμως είναι πολύ σκληρή και αποφάσισε έτσι στα ξαφνικά πως κάτι θα έπρεπε να κάνει για να την βγάλει από τη μονότονη ζωή του και μάλιστα το συντομότερο δυνατό.