Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

14. Για Πάντα

Ο Μάρκος είχε στην αγκαλιά του την Έλενα. Τη κρατούσε όσο πιο κοντά του μπορούσε εκεί πίσω από τον τάφο των γονιών του. Οι ακτίνες του ήλιου γέμιζαν τον χώρο για αρκετή ώρα ακόμη, κάτι που τους κρατούσε ακινητοποιημένους, αναγκασμένους να μένουν όσο πιο μαζεμένοι μπορούσαν με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν επιτέλους η πύρινη σφαίρα του ήλιου ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και οι ακτίνες του σταμάτησαν να μπαίνουν απευθείας μέσα στο δωμάτιο σκέφτηκε πως ήταν η στιγμή να κάνει κάτι. Έδωσε ένα φιλί στην Έλενα, της είπε να μείνει εκεί προφυλαγμένη και σηκώθηκε. Το φως που υπήρχε άφθονο δε μπορούσε να τον σκοτώσει πλέον αλλά αργά και σταθερά άρχισε να του καίει το δέρμα. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί. Με γρήγορες αλλά επώδυνες κινήσεις πλησίασε στη πόρτα και σπρώχνοντας τα δύο της μέρη την έκλεισε. Σκοτείνιασε αμέσως προς ανακούφιση και των δύο. Τα εγκαύματα μέσα σε δευτερόλεπτα επουλώθηκαν. Η Έλενα σηκώθηκε και ήρθε δίπλα του. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε ξανά και για μερικά λεπτά έμειναν αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Αυτή η ηρεμία τους είχε λείψει τόσο πολύ. Λίγο αργότερα η Έλενα έσπασε τη σιωπή λέγοντας...

"Λυπάμαι πολύ Μάρκο. Δε μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να νιώθεις με την κατάληξη αυτή. Μόλις συνειδητοποίησα πως ο βρικόλακας της επίθεσης ήταν ο Γκάμπριελ, ο δημιουργός σου, ήξερα πως το σχέδιό μας έπρεπε να το εγκαταλείψουμε. Είχαμε πει να τον αιφνιδιάσω με την εμφάνισή μου και να του καρφώσω στη καρδιά το αιχμηρό ξύλο που μου έχεις αφήσει εκεί στην άκρη. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έκανα, θα το προσπαθούσα τουλάχιστον, όχι όμως στη περίπτωση του Γκάμπριελ. Ήξερα πως δε θα το ήθελες. Δε νομίζω να μπορώ να τον συγχωρήσω που πήρε τόσο άδικα τη ζωή ίσως της πιο αγαπημένης μου φίλης, της Σάρα. Αλλά πραγματικά τον λυπάμαι. Δε του άξιζε τέτοια τύχη. Όχι μετά από όλα αυτά που μου είχες πει γι' αυτόν, για το πόσο σου στάθηκε, ποσό φίλος σου ήτανε. Κρίμα...."

Ο Μάρκος δε μιλούσε. Ήταν ακόμη σαστισμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη.

"Δεν έπρεπε να δώσει τέλος στη ζωή του. Μπορούσαμε να φύγουμε όλοι μαζί από εδώ"...είπε μετά από λίγο...

Η Έλενα τον κοίταξε γλυκά μέσα στα μάτια του έχοντας το χέρι της στο πρόσωπό του και του είπε..."Ξέρεις ότι κάτι τέτοιο δε μπορούσε να γίνει. Όχι μετά από τόσο αίμα, μετά από αυτά που έκανε για δεκαπέντε χρόνια. Αν ήταν όντως ο άνθρωπος που μου είπες το καταλαβαίνω απόλυτα γιατί έκανε αυτή την επιλογή. Πρέπει όμως να δούμε τι θα κάνουμε, ο χρόνος περνάει."

"Ναι έχεις δίκιο. Πριν όμως, πες μου...πως είσαι εσύ; Πως αισθάνεσαι ως βρικόλακας;"

Του χαμογέλασε..."Περίεργα. Μάλλον θα το συνηθίσω."

Ο Μάρκος σήκωσε τη Σάρα και την έβαλε σε μια κρύπτη στον αριστερό τοίχο του μικρού μαυσωλείου. Οι γονείς της δε θα μάθαιναν ποτέ τι συνέβη στη κόρη τους. Η Έλενα ήθελε πολύ να τους βρει και να τους πει κάτι...το οτιδήποτε...Αυτό όμως θα έμπλεκε πολύ τα πράγματα και καταλάβαινε πως δε γινόταν να το κάνει.

Οι ώρες κύλησαν βασανιστικά. Ο τάφος άρχισε να μοιάζει με φυλακή. Ανυπομονούσαν να φύγουν και να αφήσουν πίσω τους τα τελευταία γεγονότα.

Νύχτωσε. Περίμεναν λίγο ακόμη μέχρι το σκοτάδι έξω να γίνει αρκετά πυκνό. Η στιγμή είχε επιτέλους έρθει. Τα δάκρυα, ο πόνος, η αγωνία, η μοναξιά ανήκαν πια στο παρελθόν. Άνοιξαν τη πόρτα...πιάστηκαν χέρι χέρι...προχώρησαν μέσα στο σκοτάδι και χάθηκαν μέσα σ' αυτό...Βρικόλακες και οι δύο...αγαπημένοι...για πάντα.

Τέλος