Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

8. Το Αποτύπωμα Της Μοίρας

Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρύο έδαφος. Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτε. Παντού σκοτάδι. Επικρατούσε σιωπή που διέκοπταν μόνο οι κραυγές μερικών κορακιών. Ένιωθε μια περίεργη και απίστευτα ενοχλητική ζαλάδα. Έμεινε έτσι πάνω στο χώμα για δύο λεπτά, έκλεισε τα μάτια του, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και τα άνοιξε ξανά απότομα. Η ζαλάδα ως δια μαγείας έφυγε και ξαφνικά η εικόνα καθάρισε. Ήταν μέσα σε ένα δάσος. Τα φύλλα των δέντρων είχαν πάρει υπό το φως του ολόγιομου φεγγαριού ένα ασημένιο χρώμα. Σηκώθηκε. Κοίταξε προς τα κάτω τον εαυτό του και δεν αναγνώρισε τα ρούχα που φορούσε. Ένιωσε πως δε βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά. Όταν διαπίστωσε πως ήταν λουσμένος στο αίμα σιγουρεύτηκε πια γι' αυτό. Προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα, βελανιδιές κυρίως. Δε πρόλαβε να διανύσει αρκετά μέτρα όταν άκουσε θορύβους να έρχονται από τα αριστερά του. Επιτάχυνε το βήμα του και μετακινήθηκε προς τη κατεύθυνση του θορύβου. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να δει τι συμβαίνει, να δει αν μπορεί να μάθει τον λόγο της δικής του ύπαρξης στο σκοτεινό δάσος. Έφτασε σε ένα μέρος όπου τα δέντρα λιγόστεψαν και τελικά βρέθηκε σε ένα μικρό ξέφωτο που το διέκοπτε ένας απότομος και σχεδόν κάθετος γκρεμός. Ο τρόπος με τον οποίο η σελήνη έριχνε το φως της στα αιχμηρά βράχια του γκρεμού τον έκαναν σχεδόν ανατριχιαστικό. Πλησίασε προσεκτικά στην άκρη του, οι θόρυβοι δυνάμωσαν και είδε πως ακριβώς από κάτω του απλωνόταν ένα ακόμη πιο πυκνό δάσος σε σχέση με αυτό από το οποίο μόλις βγήκε. Και τότε είδε μικρές εστίες φωτιάς να ξεπηδούν σε πολλά σημεία, όλες μαζί. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κλαδιά έσπαγαν και εκτινάσσονταν στον αέρα, ολόκληρα δέντρα σωριάζονταν στο έδαφος συχνά κομμένα στα δύο, πίδακες νερού εκτοξεύονταν σε μεγάλο ύψος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει το είδος των θορύβων σε όλο τους το εύρος. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν φωνές, ανδρικές και γυναικείες, μεταλλικοί ήχοι, πυροβολισμοί, κραυγές, θρήνοι και θανατηφόρα ξόρκια. Τρόμαξε μόλις τα άκουσε όλα αυτά ξεκάθαρα. Τραβήχτηκε προς τα πίσω. Έπεσε στα γόνατά του. Έκλεισε τα αυτιά του με τα δύο του χέρια. Δεν άντεχε να ακούει άλλο. Του κόπηκε η ανάσα. Δεν είχε καταλάβει πως πίσω του στεκόταν μια γυναίκα και τον παρατηρούσε. Έκανε να τον πλησιάσει και στο πρώτο της βήμα πάτησε και έσπασε ένα μικρό κλαδάκι. Ο Christopher στάθηκε όρθιος και γύρισε στη στιγμή προς το μέρος της. Την αντίκρισε έκπληκτος. Την ήξερε τη γυναίκα αυτή. Την είχε δει πριν λίγο καιρό σε ένα όνειρο και αμέσως κατάλαβε πως και πάλι ένα όνειρο ζει. Αυτό όμως που τον παραξένευε ήταν το πόσο ζωντανό το αισθανόταν. Πήγε δίπλα της και προσπάθησε να της πιάσει το χέρι αλλά αυτή με έναν ελιγμό τον απέφυγε. Τότε τη ρώτησε...

"Τι θέλεις από μένα; Τι γίνεται εκεί κάτω, μέσα στο δάσος;"

Η γυναίκα βύθισε το βλέμμα της μέσα στο δικό του. Οι ίριδες των ματιών της φωτίστηκαν. Τον έπιασε και με τα δυο της χέρια από τους βραχίονες. Ο Christopher δεν αντιστάθηκε. Δεν ένιωθε απειλή από τη γυναίκα. Άρχισε να κάνει αργά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός αναγκάζοντας τον Christopher να ακολουθήσει τον ρυθμό της και να οπισθοχωρήσει. Έφτασαν στο χείλος του γκρεμού, τον άφησε και του είπε...

"Μάχη γίνεται εκεί κάτω. Σου είναι άγνωστη;"

Ο μάγος δεν απάντησε αλλά γύρισε και έριξε μια ακόμη ματιά στη σφοδρή μάχη που μαινόταν αρκετά μέτρα πιο κάτω και αμέσως είπε με δισταγμό...

"Νομίζω πως κάτι αμυδρά μου θυμίζει το σκηνικό στο οποίο γίνεται η συγκεκριμένη μάχη..."

Η γυναίκα θύμωσε, το πρόσωπό της αγρίεψε και λέγοντας φωναχτά και οργισμένα...

"Σου θυμίζει κάτι; Ακόμη να θυμηθείς το ποιος είσαι;"

...τον έσπρωξε με μανία και τον έριξε από τον γκρεμό.

Έπεφτε στο κενό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προς στιγμήν δεν ήξερε αν τελικά αυτό που ζούσε ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Έπρεπε κάτι να κάνει. Σκέφτηκε ένα ξόρκι...

"Ελαφρύ το σώμα μου να γίνει, σα μια νιφάδα χιονιού."

Τίποτε δεν έγινε. Το ξόρκι δεν είχε καμία επίδραση επάνω του. Δοκίμασε κάτι άλλο χωρίς να χάσει χρόνο...

"Επιβράδυνση."...είπε αυστηρά.

Πάλι τίποτε...Πλησίαζε στο βραχώδες έδαφος επικίνδυνα.

"Απώθηση."...φώναξε ελπίζοντας να μειώσει ταχύτητα αλλά μάταια. Πανικοβλήθηκε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει και κυρίως δεν υπήρχε χρόνος για περαιτέρω αντίδραση. Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά.

Έπεσε στο έδαφος δίπλα στο πεδίο των μαχών και ακούστηκε ένας δυνατός κρότος από τη σύγκρουση. Ωστόσο κανένας από τους μάγους που έπαιρναν μέρος στις αιματηρές και μέχρι τελικής πτώσης αναμετρήσεις δεν έδειχνε να τον αντιλαμβάνεται. Και ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό λευκό φως τα διαπέρασε όλα.

Το φως έδωσε τη θέση του στο σκοτάδι. Ο Christopher άνοιξε τα ματιά του αυτή τη φορά στον πραγματικό κόσμο, στο δωμάτιό του και όχι σ' αυτόν των ονείρων. Ήταν ιδρωμένος από την αγωνία. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Τράβηξε το δεύτερο συρτάρι μιας συρταριέρας που ήταν κοντά στο κρεβάτι και έβγαλε τη πρώτη καθαρή πετσέτα που έπιασε το χέρι του. Σκούπισε τα υγρά του μαλλιά και στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη για αρκετή ώρα κοιτάζοντας τον εαυτό του. Ουσιαστικά δεν έβλεπε το είδωλό του, απλά σκεφτόταν τα δύο όνειρα. Και τότε διαπίστωσε πως και στις δύο περιπτώσεις μεταφέρθηκε στο ίδιο σκηνικό, στην ίδια μάχη, την οποία παρακολουθούσε από διαφορετική σκοπιά. Τη πρώτη φορά βρισκόταν στο πεδίο της μάχης αφού αυτή είχε τελειώσει. Στο όνειρο που μόλις είχε δει έβλεπε την μάχη από ψηλά ενώ αυτή λάμβανε χώρα μέσα στο δάσος. Ήταν πια σίγουρος πως το όνειρο αυτό με τα δύο μέρη δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του και μόνο. Κάποια αλήθεια οπωσδήποτε την έκρυβε. Και ύστερα ήταν και το γεγονός ότι τα όνειρα φάνταζαν πραγματικά, ήταν ολοζώντανα. Λες και δε κοιμόταν, δεν ονειρευόταν απλώς, αλλά μεταφερόταν με τη ψυχή του και το σώμα του σε άλλο τόπο και χρόνο. Οι ερωτήσεις και τα συμπεράσματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Του ήρθε στο νου το πρόσωπο της γυναίκας. Μπορεί να μη την αναγνώριζε αλλά σα να την ήξερε από κάπου, γι' αυτό και δε τη φοβήθηκε καθόλου. Έτσι σκέφτηκε πως με την αντίδρασή της δεν είχε σκοπό να του κάνει κακό αλλά μάλλον αποσκοπούσε στο να τον ταρακουνήσει, να τον προειδοποιήσει. Για ποιο πράγμα όμως;

Ντύθηκε βιαστικά βάζοντας τις μαύρες του φόρμες και βγήκε από το δωμάτιο ανοίγοντας ξαφνικά τη πόρτα. Είχε τη προσοχή του στραμμένη αλλού και δε προσπάθησε να μη κάνει θόρυβο. Ο Dominic κοιμόταν στον ανοιχτό καναπέ του καθιστικού έχοντας στο πλευρό του την Amy. Χαμήλωσαν κι δυο το πάπλωμα που τους σκέπαζε εξ ολόκληρου, μέχρι λίγο πιο κάτω από τα μάτια τους και τον κοίταξαν νυσταγμένοι και γεμάτοι απορία. Ο Christopher δε τους έδωσε καμία απολύτως σημασία. Τράβηξε τη συρταρωτή πόρτα του απαγορευμένου δωματίου και κλειδώθηκε μέσα σ' αυτό.

Έσυρε ένα μικρό, στρογγυλό, ταλαιπωρημένο, ξύλινο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Σχεδίασε πάνω του με μια κιμωλία ένα αρκετά μεγάλο τετράγωνο και τοποθέτησε στις τέσσερις γωνίες του από ένα λευκό κερί. Με τη φλόγα ενός και μόνο σπίρτου τα άναψε και τα τέσσερα και για λίγο σταμάτησε και χάζεψε την ετοιμασία που έκανε.

"Πως και δε το επιχείρησα αυτό τόσο καιρό τώρα;"...είπε με έκδηλο το άγχος στον τόνο της φωνής του.

Έπιασε το μενταγιόν που κρεμόταν στο λαιμό του και ξεκίνησε...

"Ότι είναι κρυφό να έρθει στο φως."

Κοίταξε γύρω του. Τίποτε. Και συνέχισε...

"Έφτασε η στιγμή η αλήθεια να αποκαλυφθεί."

Και πάλι καμία εξέλιξη και ξαναδοκίμασε αφού όμως πρώτα έκανε κάτι επιπλέον για ενίσχυση. Πήρε το προσωπικό του στιλέτο από ένα ράφι και με την αιχμηρή του λεπίδα έκοψε ελαφρώς την αριστερή του παλάμη και μόλις αυτή μάτωσε την ακούμπησε στο κέντρο του τραπεζιού. Με το ένα χέρι στο τραπέζι και με το άλλο στο μενταγιόν είπε αργά και καθαρά...

"Αν υπάρχει κάτι εδώ μέσα που να απευθύνεται σε μένα ήρθε η ώρα...Φανερώσου."

Ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα. "Καλό σημάδι."...σκέφτηκε και τότε άκουσε έναν θόρυβο να έρχεται από πίσω του. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε πως μια ψηλή στοίβα βιβλίων είχε σωριαστεί στο πάτωμα. Έσκυψε να τα μαζέψει και την ώρα που σήκωνε το τελευταίο βιβλίο για να το βάλει πίσω στη θέση του πρόσεξε με την άκρη του ματιού του μια μικρή σχισμή στο ξύλινο πάτωμα, μια μικρή χαραμάδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να λυπηθεί το ξύλο του πατώματος πήρε έναν σιδερένιο λοστό που ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο και πίεσε την άκρη του στο μικρό άνοιγμα. Έβαλε όλη του τη δύναμη και κατέβασε τον λοστό όσο μπορούσε πιο κοντά στο πάτωμα. Αμέσως το σκίσιμο μεγάλωσε και ένα ολόκληρο κομμάτι ξύλου έσπασε και αποκολλήθηκε. Το πήρε και το πέταξε παραδίπλα. Ένα τεράστιο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο μέχρι τώρα σκυθρωπό του πρόσωπο. Άφησε τον λοστό και έβαλε το χέρι του μέσα στο πάτωμα. Και αυτό που έβγαλε από τη κρυφή θήκη ήταν ένα βιβλίο, ένα ημερολόγιο που στο εξώφυλλό του έγραφε "Για τον Christopher"...

Ο Christopher έμεινε εκεί για τουλάχιστον μια ώρα. Τι κι αν του κτυπούσαν τη πόρτα η Amy και ο Dominic. Τι κι αν του φώναζαν για να δούνε αν είναι καλά. Δε τους άκουγε καθόλου. Άνοιξε τη πόρτα μόνο αφού είχε διαβάσει το σύντομο σχετικά ημερολόγιο και αφού το είχε κρύψει και πάλι. Βγήκε και τους είπε ως εξήγηση πως ήταν απορροφημένος με τα βιβλία του ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσε πονηρά. Δεν ήθελε να τους πει για τώρα πως τα κενά ως ένα σημαντικό βαθμό συμπληρώθηκαν, πως έμαθε σχεδόν τα πάντα για τον εαυτό του. Όμως είχε και μια απορία. Όσο και αν έψαξε το βιβλίο δε κατάφερε να βρει ποιος ήταν ο συγγραφέας του. Έτσι, με βάση και αυτά που μόλις είχε διαβάσει, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο συγγραφέας δεν ήταν ένας αλλά περισσότεροι. Είχε μάλιστα σκεφτεί και το ποιοι θα μπορούσαν να είναι και δεν είχε πέσει καθόλου έξω.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

7. Το Κοράκι Που Τα Έβλεπε Όλα

Ξημέρωσε. Η μέρα των Χριστουγέννων είχε φτάσει. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ανάμεσα στα πανύψηλα κτήρια της Νέας Υόρκης. Ο παγωμένος όμως αυτός ήλιος δε θα έμενε στον ουρανό για πολύ. Μέσα σε μερικά λεπτά λευκά σύννεφα τον κάλυψαν και οι πρώτες νιφάδες εμφανίστηκαν κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμη πιο γιορτινή, όχι όμως για όλους. Η ταχύτητα με την οποία άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες μόνο έργο της φύσης δε θα μπορούσε να είναι και φυσικά ο σκοπός αυτής της αλλαγής δεν είχε καμία σχέση με τη ξεχωριστή και χαρούμενη μέρα. Ήταν ένα μέτρο κάλυψης. Κάποια στιγμή ένα κατάμαυρο κοράκι διαπέρασε τα σύννεφα και πέταξε με ορμή ανάμεσα στο χιόνι που πλέον έπεφτε πυκνό. Έσκισε βιαστικά τον ψυχρό αέρα και κατέβηκε σε χαμηλότερο ύψος αφού δεν ήθελε να προσπεράσει στον προορισμό του. Μόλις πλησίασε στην οδό Libertine έβγαλε τη χαρακτηριστική του κραυγή και προσγειώθηκε στο περβάζι του πρώτου ορόφου μιας πολυκατοικίας. Γύρισε ξαφνικά το κεφάλι του προς το απέναντι κτήριο. Μόλις το βλέμμα του συνάντησε το βιβλιοπωλείο Oblivion έμεινε ακίνητο. Τα μαύρα του μάτια άρχισαν να αλλάζουν. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχαν γίνει ολόλευκα. Και τότε οι τοίχοι του βιβλιοπωλείου έγιναν αόρατοι καθώς το βλέμμα του τους διαπέρασε λες και δεν υπήρχαν καθόλου.

Ο Christopher βρισκόταν στο πίσω μέρος του μαγαζιού του. Μπορεί να ήταν Χριστούγεννα όμως μια βασική δουλειά έπρεπε να γίνει. Έχοντας κλειδώσει την εξώπορτα για να αποφύγει τον οποιοδήποτε απρόσκλητο επισκέπτη στάθηκε μπροστά σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Έβγαλε από το τρίτο ράφι της όλα τα βιβλία και τα ακούμπησε στο πάτωμα. Το ράφι έμεινε άδειο. Έβαλε το δεξί του χέρι στην αντίστοιχη γωνία του ξύλου της πλάτης της βιβλιοθήκης και το πίεσε απαλά προς τα πίσω. Αμέσως αυτό κάνοντας έναν μικρό ήχο μετακινήθηκε εμπρός. Ήταν ντουλάπι πίσω από το οποίο κρυβόταν μια μικρή κρύπτη μέσα στον τοίχο. Δεν έδωσε σημασία στα αρκετά φιαλίδια με τα ξόρκια που σχεδόν το γέμιζαν. Είχε έρθει εκεί για κάτι άλλο. Άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα τετράγωνο μεταλλικό κουτί που βρισκόταν τοποθετημένο στην άκρη της κρύπτης. Το έβαλε στη μαύρη δερμάτινη τσάντα που κρεμόταν σε μια κρεμάστρα παραδίπλα, έκλεισε το ντουλάπι, τακτοποίησε τα βιβλία στο ράφι, κρέμασε τη τσάντα στον ώμο του και προχώρησε προς την έξοδο. Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τον στεναχώρησαν και τον προβλημάτισαν πολύ. Βγήκε από το βιβλιοπωλείο, παραξενεύτηκε με το γεγονός ότι χιόνιζε αφού όταν ήρθε είχε ήλιο, δεν έδωσε σ' αυτό περισσότερη σημασία, κλείδωσε τις δύο κλειδαριές του καταστήματος και αναχώρησε. Έσφιξε το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και προχώρησε με γρήγορο βήμα προς το διαμέρισμά του όπου ο Dominic τον περίμενε.

Τίναξε τα φτερά του δυνατά και βρέθηκε στον αέρα και πάλι, βγάζοντας μια ακόμη κραυγή. Ακούγοντας τον θόρυβο ο Christopher σήκωσε το κεφάλι του και είδε το κοράκι να πετάει σχεδόν από πάνω του και όχι σε ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση. Συνέχισε να περπατά προς το σπίτι του. Ήθελε να τακτοποιήσει το μικρό θέμα που τον απασχολούσε και στη συνέχεια μαζί με τον Dominic να ξεκινήσουν προς το νοσοκομείο. Μια τέτοια μέρα ήθελαν κι δυο να κρατήσουν όση περισσότερη συντροφιά μπορούσαν στην Amy που ένιωθε πολύ καλύτερα. Το γεγονός όμως πως τη κρατούσαν ακόμη μέσα είχε αρχίσει να την εκνευρίζει. Σύντομα, μιας και η διαδρομή από το Oblivion στο διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλη, μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Το κοράκι αυτή τη φορά προσγειώθηκε στη ταράτσα, αρκετά μέτρα πιο πάνω από τον Christopher. Αυτό φυσικά δεν αποτελούσε πρόβλημα. Έσκυψε το κεφάλι του, τα μάτια του άσπρισαν και πάλι και οι νιφάδες του χιονιού δεν προλάβαιναν καν να αγγίξουν τα φτερά του και έλιωναν αμέσως. Αν μπορούσε να το αγγίξει κανείς θα έλεγε πως έχει πάρει φωτιά. Το βλέμμα του διαπέρασε τους τοίχους πέντε ορόφων και εντόπισε με ευκολία τους δύο φίλους.

Ο Christopher ήταν στο διαμέρισμά του. Δεν έβγαλε το πανωφόρι του αφού δε θα έμενε για πολύ. Ο Dominic ήταν έτοιμος από ώρα και μόλις αντίκρισε τον νέο του φίλο τα μάτια του άστραψαν. Η χαρά του που θα πήγαιναν να κάνουν παρέα την Amy δε κρυβόταν με τίποτε. Γύρισε προς τον Christopher και του είπε...

"Ήρθες κιόλας;...Κι εγώ έτοιμος είμαι. Φεύγουμε για το νοσοκομείο;"

"Ξέρω πως ανυπομονείς, μα μη βιάζεσαι τόσο γιατί πρέπει πριν φύγουμε να σου δώσω κάτι. Κάτι που η επίθεση στην Amy μου απέδειξε πως πλέον το χρειάζεσαι και κυρίως το δικαιούσαι."

Άνοιξε τη τσάντα του και έβγαλε το μεταλλικό κουτί. Αφαίρεσε το καπάκι του και αποκάλυψε στον Dominic το περιεχόμενό του. Το κουτί περιείχε ένα περίστροφο. Το έδωσε στον νεαρό του φίλο λέγοντάς του...

"Είναι δικό σου. Η ασφάλειά σου είναι πρωταρχικής σημασίας για μένα. Σου είπα πως όταν θα θεωρήσω πως είσαι έτοιμος θα σου δώσω και σένα ένα περίστροφο και η στιγμή αυτή ήρθε. Ομολογώ κέρδισες την εμπιστοσύνη μου πιο σύντομα απ' ότι περίμενα."

"Σε ευχαριστώ. Για την εμπιστοσύνη σου, για όλα."

Ο Christopher τον κτύπησε φιλικά δύο φορές στη πλάτη και του είπε...

"Φεύγουμε;"

Βγήκαν έξω στο κρύο πλήρως εξοπλισμένοι πλέον και οι δύο. Το χιόνι είχε αραιώσει. Κατευθύνθηκαν προς τη κοντινή στάση. Το λεωφορείο που θα τους πήγαινε στο νοσοκομείο δεν άργησε καθόλου. Κάθισαν σε διπλανές θέσεις. Ο Christopher πάντα προτιμούσε να είναι κοντά στο παράθυρο. Δεν αντάλλαξε με τον Dominic ούτε μια λέξη. Κοίταζε έξω αλλά ουσιαστικά δεν έβλεπε τίποτε, ούτε τους πεζούς ούτε και τα κτήρια που προσπερνούσαν. Το βλέμμα του ήταν χαμένο στο κενό. Κατέβηκαν μια στάση πιο μπροστά, πέρασαν από ένα ανθοπωλείο για να πάρουν μερικά φρέσκα λουλούδια και κατέληξαν στο νοσοκομείο. Κανείς από τους δύο δεν είχε προσέξει το κοράκι που πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους.

Ο Christopher κτύπησε ελαφρώς δύο φορές τη πόρτα του θαλάμου που ήταν η Amy και έσπρωξε τη πόρτα. Μπήκαν μέσα και τη βρήκαν ξαπλωμένη να χαζεύει τηλεόραση. Μόλις τους είδε στο πρόσωπό της εμφανίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Ο Christopher αντικατέστησε τα παλιά λουλούδια στο βάζο που βρισκόταν σε ένα τραπεζάκι στην άκρη του δωματίου με τα φρέσκα που έφεραν αφού όμως τα πλησίασε στην Amy που ήθελε να τα μυρίσει. Στην αρχή τη κουβέντα τους μονοπώλησε το πώς αισθανόταν η ίδια, αν πονούσε, αν έβλεπε βελτίωση. Ευτυχώς ανάρρωνε εκπληκτικά γρήγορα. Δε θα έμενε πολύ ακόμη για παρακολούθηση στο νοσοκομείο. Στη συνέχεια η συζήτηση άλλαξε κατεύθυνση. Είχε προκύψει ένα θέμα. Σύμφωνα με την Amy τα ξόρκια της ήταν αδύναμα και το χειρότερο μικρής διαρκείας, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον δολοφόνο να καταφέρει τον πυροβολισμό. Αν δεν ήταν εκεί ο Dominic θα είχε καταφέρει πολλά παραπάνω και αυτό είχε τρομοκρατήσει τον Christopher. Δε το χωρούσε το μυαλό του πως η Amy λίγο έλειψε να πεθάνει. Και οι τρεις κατέληξαν στο συμπέρασμα πως κάτι άλλο, ίσως και μαγικό μπορεί να εμπλέκεται.

Κόντευαν να περάσουν οι δύο ώρες του επισκεπτηρίου και οι δύο άντρες θα έπρεπε να αφήσουν την Amy να ησυχάσει. Ο Christopher όμως τελευταία στιγμή δεν άντεξε και έκανε τη παρατήρησή του...

"Amy πάντως φέρθηκες λίγο επιπόλαια. Καταλαβαίνω την οργή σου όμως το κτύπημα του Dominic αρκούσε. Και πέντε λεπτά να έμενε ζωντανός θα προλάβαινα να μάθω πολλά πράγματα. Ίσως και το ποιος κρύβετε πίσω απ´ όλα αυτά. Ο πυροβολισμός ήταν λίγο άχρηστος και παρακινδυνευμένος."

Ο Dominic γεμάτος περιέργεια αμέσως ρώτησε...

"Καλά πως θα τα μάθαινες αυτά που ήθελες; Πως θα τον ανάγκαζες να στα αποκαλύψει;"

Ο Christopher με λίγο υπεροπτικό ύφος απάντησε...

"Δεν είμαι ένας απλός ή χθεσινός μάγος...Άλλωστε ξέρω ένα σωρό ξόρκια για να το κάνω αυτό. Αν θέλω να μάθω κάτι πίστεψέ με δεν υπάρχει τίποτε ικανό να με σταματήσει."

"Ψώνιο."...φώναξε γελώντας η Amy και πρόσθεσε..."Το ξέρω πως ήμουν πιο παρορμητική απ' ότι θα έπρεπε, αλλά τώρα έγινε, είναι νεκρός. Όλο και κάτι θα μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τον εγκέφαλο πίσω από την οργάνωση της Spellbound."

Η στιγμή της αναχώρησης ήρθε. Το απόγευμα το πιθανότερο θα την επισκέπτονταν ξανά. Της έδωσαν από ένα φιλί στο μάγουλο και έφυγαν από το νοσοκομείο. Το φιλί ωστόσο ο Dominic ήθελε να το δώσει αλλού, δεν υπήρχε όμως περίπτωση να βρει το θάρρος για να το κάνει.

Στη ταράτσα του νοσοκομείου τα μάτια του κατάμαυρου κορακιού έγιναν και πάλι από λευκά μαύρα. Άνοιξε τα φτερά του, έκανε μια βουτιά στο κενό και βγάζοντας μια κραυγή πήρε και πάλι ύψος και χάθηκε μέσα στα σύννεφα. Πριν όμως χαθεί ο Christopher πρόλαβε και το είδε και αυτή τη δεύτερη φορά δε του άρεσε πολύ, τον έβαλε σε σκέψεις που για τώρα τουλάχιστον κράτησε για τον εαυτό του.

Οι μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν. Ο Christopher και ο Dominic είχαν μια ακόμη εκκρεμότητα που αφορούσε την επίθεση. Έπρεπε να περάσουν από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής για μερικές τελευταίες λεπτομέρειες. Το έκαναν μόλις οι υπηρεσίες άρχισαν να λειτουργούν και πάλι. Η διαδικασία ήταν τελείως τυπική και η εξήγηση για τη μαχαιριά ήταν απλώς η αυτοάμυνα, όπως ακριβώς και για τον μοιραίο πυροβολισμό. Για τα εγκαύματα η "τυχαία" υπερφόρτωση του δικτύου ηλεκτρικού ρεύματος ευθυνόταν. Ωστόσο ο Christopher ήθελε και κάτι άλλο να μάθει, κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό που θα τους έλυνε ως ένα βαθμό τα χέρια. Είχε την ελπίδα πως η αστυνομία θα είχε πια μάθει ποιος ήταν ο εκτελεστής, πίστευε πως θα είχαν ένα όνομα να τους πούνε. Το όνομα αυτό θα ήταν μια αρχή για τις έρευνές τους. Διαψεύστηκε όμως προς μεγάλη του απογοήτευση. Ο αστυνομικός με τον οποίο μίλησαν τους είπε πως πήραν τα αποτυπώματα του δράστη και τα έβαλαν στο σύστημα της αστυνομίας. Όμως δε βγήκε κανένα αποτέλεσμα, δεν έγινε καμία ταυτοποίηση. Λες και ο δράστης δεν υπήρχε. Φυσικά αυτό σήμαινε πως κάποιος είχε διαγράψει τα στοιχεία του νεκρού πια δράστη από τα αρχεία. Κατά βάθος περίμενε πως κάτι τέτοιο θα γινόταν αλλά μέχρι τη τελευταία στιγμή είχε ελπίδες. Τουλάχιστον είχε μια ακόμη σοβαρή ένδειξη πως πίσω απ' όλα βρίσκεται η Spellbound και οι δολοφόνοι της.

Έφυγαν από το αστυνομικό τμήμα και πήγαν απευθείας στο νοσοκομείο για να πάρουν την Amy. Τους περίμενε πως και πως. Ήταν πανέτοιμη από νωρίς. Η μέρα της επιστροφής της στο σπίτι είχε έρθει. Έκαναν νόημα σε ένα ταξί και μετά από μερικά λεπτά έφτασαν στο σπίτι του Christopher. Θα έμεναν εκεί όλοι μαζί για κάποιες μέρες. Το σπίτι μπορεί να μην ήταν μεγάλο ο ιδιοκτήτης του όμως σε καμία περίπτωση δε θα άφηνε την αγαπημένη του Amy μόνη της. θα βολεύονταν και οι τρεις τους όπως μπορούσαν.

Οι μέρες κύλησαν γρήγορα και πιο ήρεμα. Λίγο η δουλειά στο βιβλιοπωλείο, λίγο η καθημερινή εξάσκηση στα ξόρκια και η παρασκευή φίλτρων τους κράτησαν απασχολημένους. Ο πιο επίμονος απ' όλους ήταν ο Christopher. Κλεινόταν με τις ώρες μέσα στο δωμάτιο. Διάβαζε τα βιβλία του ένα προς ένα μήπως βρει κάτι που θα τους βοηθήσει. Έψαχνε νέα ξόρκια που θα τους προστατέψουν αλλά και που θα κάνουν τις επιθέσεις τους πιο αποτελεσματικές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άφηνε το δωμάτιο πέντε ή και έξι ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Η Amy πέρα από τη δική της προετοιμασία είχε αναλάβει και την εξάσκηση του Dominic. Είχε το μαχαίρι, είχε τώρα και το περίστροφο, χρειαζόταν ωστόσο να γίνει στη σκοποβολή σημαντικά καλύτερος. Η όλη διαδικασία τους έφερε ακόμη πιο κοντά. Η Amy ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη για τον Dominic. Της έσωσε άλλωστε τη ζωή. Τα αισθήματά της γι' αυτόν άρχισαν να φουντώνουν. Το καλύτερο βέβαια ήταν πως και ο Dominic έδειχνε να ανταποκρίνεται και με το παραπάνω όπως φαινόταν από την όλη ενθουσιώδη συμπεριφορά του. O Christopher καταλάβαινε τι γινόταν και προσπαθούσε να τους αφήνει όσο μπορούσε μόνους τους. Την αγαπούσε απίστευτα την Amy, μα η αγάπη του ήταν πάντα αδελφική. Έτσι τώρα η χαρά του δε περιγραφόταν που την έβλεπε ερωτευμένη. Ο Dominic από την άλλη ενώ άφηνε να φανούν τα αισθήματά του για την Amy κάτι τον έκανε να διστάζει να της μιλήσει ξεκάθαρα και να κάνει ένα ουσιαστικό βήμα προς αυτήν δείχνοντάς της και εμπράκτως το τι νιώθει.

Ένα βράδυ προς το τέλος του Ιανουαρίου ο Christopher τους άφησε να κλείσουν το βιβλιοπωλείο καθώς προσφέρθηκε να πάει να πάρει φαγητό και για τους τρεις τους. Θα τους συναντούσε λίγο αργότερα στο σπίτι. Ήταν ουσιαστικά ένα ακόμη πρόσχημα για να τους αφήσει μόνους. Έριξαν μια τελευταία ματιά για να σιγουρευτούν πως όλα είναι τακτοποιημένα, έκλεισαν τα φώτα, κλείδωσαν την εξώπορτα και ξεκίνησαν για το σπίτι. Προχωρούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον και η Amy το μόνο που είχε στο νου της ήταν να πιάσει τον Dominic από το χέρι. Σταμάτησαν μπροστά στη διάβαση και περίμεναν τον φωτεινό σηματοδότη να δείξει πράσινο. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση η Amy άπλωσε το χέρι της και έπιασε το χέρι του Dominic. Το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, βάζοντας τα δάκτυλά της ανάμεσα στα δικά του και ο Dominic γύρισε και τη κοίταξε χαμογελώντας αμήχανα. Πήγε να της μιλήσει όμως η Amy δε του άφησε περιθώρια. Τον πλησίασε, χάθηκε μέσα στα μάτια του και τον φίλησε στο στόμα. Απομακρύνθηκε για λίγο και του είπε...

"Είδες, δεν ήταν τόσο δύσκολο."

Συνέχισε να τον φιλάει, ο σηματοδότης έγινε πράσινος αλλά οι δυο τους έμειναν εκεί για μερικές στιγμές ακόμη με τα χείλη τους ενωμένα. Μόνο ένας θόρυβος, που ακούστηκε από πάνω τους, διέκοψε το πρώτο τους φιλί. Κοίταξαν μαζί προς τη κατεύθυνση του ήχου πιασμένοι ακόμη από το χέρι και είδαν ένα κοράκι να κάθεται πάνω στο φανάρι. Η απόσταση ήταν μικρή και η Amy τρόμαξε βλέποντας τα μάτια του πτηνού να αλλάζουν χρώμα. Ο Dominic τη τράβηξε από το χέρι αφού είχε ξεκινήσει για να διασχίσουν το δρόμο. Φτάνοντας απέναντι είδε πως η Amy ήταν προβληματισμένη και τη ρώτησε...

"Τι έχεις; Δε σε βλέπω ενθουσιασμένη."

Η Amy του έδωσε ένα ακόμη γρήγορο φιλί, του χαμογέλασε και του απάντησε...

"Κάθε άλλο, ανυπομονούσα, απλά δε σου φάνηκε περίεργο το κοράκι; Νομίζω πως πρέπει να το αναφέρουμε στον Christopher."

Ο Dominic συμφώνησε και αμέσως προχώρησαν λίγο πιο βιαστικά προς το διαμέρισμα αφού ο φίλος τους θα είχε κιόλας φτάσει και θα τους περίμενε για να στρώσουν το τραπέζι.

Μερικά μέτρα πιο πίσω το κοράκι με ένα απότομο τίναγμα των φτερών του σηκώθηκε στον αέρα. Πετούσε για αρκετή ώρα ανάμεσα στα κτήρια μέχρι που άφησε την πόλη και βρέθηκε σε ένα σκοτεινό, πυκνό και σιωπηλό δάσος από πεύκα και έλατα. Συνέχισε για κάποια ακόμη λεπτά κάνοντας απότομους ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα και τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένα πέτρινο, διώροφο και γοτθικού τύπου οικοδόμημα, καλά κρυμμένο μέσα στο δάσος. Πέταξε μέχρι ένα ανοιχτό μικρό παράθυρο του δευτέρου ορόφου, μπήκε μέσα και προσγειώθηκε στο ξύλινο πάτωμα. Το δωμάτιο ήταν ελαφρώς φωτισμένο και παραφορτωμένο με κλασικά και βαριά έπιπλα. Ένας άντρας σηκώθηκε από μια πολυθρόνα που βρισκόταν σε μια άκρη του, δίπλα στο αναμμένο μαρμάρινο τζάκι. Πλησίασε το κοράκι και είπε...

"Επιτέλους."

Χωρίς τη παραμικρή καθυστέρηση τα μάτια του απέκτησαν το χρώμα της φωτιάς. Ψιθύρισε μερικές λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και στη συνέχεια είπε δυνατά...

"Δείξε μου τώρα όλα όσα είδες."

Το κοράκι άνοιξε τα φτερά του για μια τελευταία φορά και καθώς τα μάτια του έπαιρναν το χρώμα του αίματος έπεσε μέσα στη πλούσια φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Χωρίς καμία κραυγή, δέχθηκε υπάκουα τον θάνατό του. Άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος ύπαρξης και του ίδιου και τόσων άλλων πτηνών του είδους του. Καθώς καιγόταν ο άντρας έπιανε το κεφάλι του αφού πονούσε και αμέτρητες εικόνες γέμιζαν το μυαλό του, η μία μετά την άλλη. Ο Christopher, η Amy, ο Dominic, το βιβλιοπωλείο, το περίστροφο, το πρώτο φιλί, όλα πέρασαν με καταιγιστικό ρυθμό από μέσα του και εντυπώθηκαν με τόσες λεπτομέρειες λες και ο ίδιος ήταν μάρτυρας των γεγονότων. Το κοράκι μέσα σε μερικά λεπτά είχε γίνει στάχτη, η φωτιά στα μάτια του άντρα είχε εξαφανιστεί και αυτά που ήθελε τα είχε μάθει πια όλα. Και ο άντρας σκούπισε με το χέρι του το λιγοστό αίμα που έτρεξε από το αριστερό του μάτι και βγήκε από το δωμάτιο κάθε άλλο παρά χαρούμενος. Αντίθετα ένα ύφος όλο απορία υπήρχε στο πρόσωπό του. Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και η φωτιά ως δια μαγείας έσβησε στη στιγμή βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ πολύ καιρό δεν ήταν σίγουρος για το πιο θα ήταν το επόμενο βήμα του.

Η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε και ο άντρας βγήκε από αυτό χωρίς ωστόσο να κλειδώσει τη πόρτα πίσω του. Δεν υπήρχε λόγος για να το κάνει. Σύννεφα πια στον ουρανό δεν υπήρχαν και το φως του φεγγαριού έδινε στο σπίτι μια πιο τρομακτική όψη. Ο άντρας χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή μουρμούρησε μερικές λέξεις καθώς χανόταν μέσα στο δάσος. Και τότε το σπίτι εξαφανίστηκε.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

6. Στην Τροχιά Της Σφαίρας

Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων. Η Amy είχε βάλει λίγο στην άκρη το άγχος της για τον κίνδυνο που παραμόνευε και είχε μπει στο πνεύμα των γιορτών. Τουλάχιστον το προσπαθούσε. Άλλωστε από παιδί τις περίμενε με ανυπομονησία και χαρά. Ξύπνησε νωρίς, έβαλε δυνατά την αγαπημένη της μουσική και έψαξε αρκετή ώρα στη ντουλάπα της μέχρι να βρει αυτό που ήθελε να φορέσει. Ήθελε να δείχνει όμορφη. Έμενε μόνη της τα τελευταία δύο χρόνια και δεν είχε κανέναν να της υποδεικνύει το παραμικρό ή να ενοχλεί με τη μουσική της. Η διάθεσή της ήταν αρκετά ανεβασμένη και σ' αυτό συνέβαλε το ενδιαφέρον της για τον Dominic και η σπίθα που φαινόταν να υπάρχει ανάμεσά τους. Η αλήθεια ωστόσο ήταν πως τα συναισθήματά της από τη μια της έδιναν κουράγιο, από την άλλη όμως της αποσπούσαν τη προσοχή αφού η εποχή της περισυλλογής και της δράσης είχε έρθει και το γνώριζε καλά. Ετοιμάστηκε με την ησυχία της, έβαλε στη τσάντα της όλα εκείνα τα αμέτρητα που θεωρούσε απαραίτητα και τελευταία στιγμή θυμήθηκε το περίστροφο. Εκείνη τη μέρα δε θα έμενε στο βιβλιοπωλείο. Είχε κανονίσει να βγει στην αγορά για να πάρει δώρα για τα αγαπημένα της πρόσωπα. Το όπλο όμως το ήθελε μαζί της. Πλησίασε προς το συρτάρι της κουζίνας όπου το είχε φυλάξει όμως εκείνη τη στιγμή και πριν προλάβει να το πάρει κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και σταμάτησε. Γύρισε προς την πόρτα. Κοίταξε από το ματάκι και είδε έναν νεαρό άγνωστο άντρα να περιμένει πίσω από αυτήν.

"Ποιος είναι;"...Φώναξε γεμάτη άγχος.

"Είμαι ο νέος γείτονας. Μόλις μετακόμισα ακριβώς από κάτω. Είδα στο ταβάνι του σαλονιού λίγη υγρασία και θα ήθελα να σε ενημερώσω μιας και προφανώς η διαρροή είναι από το δικό σου διαμέρισμα. Μπορείς λίγο να μου ανοίξεις;"

Η Amy πήγε να ανοίξει και στο δευτερόλεπτο σκέφτηκε πως πρέπει να είναι προσεκτική οπότε δίστασε και του απάντησε...

"Βιάζομαι τώρα. Να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή καλύτερα; Θα το κοιτάξω το θέμα της υγρασίας όπως και να έχει. Μην ανησυχείς."

Ο άντρας σχεδόν αμέσως είπε..."Εντάξει, συγγνώμη για την ενόχληση. Τα λέμε."

Κοίταξε και πάλι από το ματάκι. Ο άγνωστος δε φαινόταν πουθενά.

"Θα έφυγε."...σκέφτηκε.

Στάθηκε για πολύ λίγο, συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει το όπλο της και πήγε στη κουζίνα. Τότε και πριν καταφέρει να το πάρει δύο πυροβολισμοί διέλυσαν τη κλειδαριά της εξώπορτας. Ο άγνωστος άντρας που δεν ήταν άλλος από τον Jonathan όρμησε μέσα χωρίς να σταματήσει να πυροβολεί. Η Amy μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Το συρτάρι που περιείχε την προστασία της είχε μείνει μισάνοιχτο με το όπλο όμως να βρίσκεται ακόμη μέσα σ' αυτό. Έκλεισε τα ματιά της σφιχτά, έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι της για λίγη μεγαλύτερη συγκέντρωση και είπε αργά και σταθερά...

"Φως...περισσότερο φως...Φωτιά να διώξει το σκοτάδι."

Ένα έντονο βουητό ακούστηκε, τα φώτα άναψαν, άρχισαν να τρεμοπαίζουν, οι λάμπες πυράκτωσαν και έσπασαν πάνω από τον έκπληκτο Jonathan πετάγοντας παντού σπίθες και όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Και οι σπίθες συνέχιζαν να πετάγονται καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα εξακολουθούσε να συσσωρεύεται όσο η Amy με φλογισμένα μάτια επαναλάμβανε το ξόρκι. Σηκώθηκε, έλεγε τη φράση ξανά και ξανά με θυμό και χωρίς φόβο. Είδε πως ο εκτελεστής κρατούσε το πρόσωπό του. Το ξόρκι είχε κάνει τη δουλειά του, γι' αυτό και οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Τα ελαφρά εγκαύματα όμως δε θα τον σταματούσαν για πολύ.

Έπεσε επάνω του με δύναμη φωνάζοντας...

"Στον τοίχο είναι η θέση σου."

Τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω και σταμάτησε να σπρώχνει όμως ο Jonathan συνέχισε να γλιστράει με δύναμη προς τον τοίχο. Έπεσε πάνω του σπάζοντας τον καθρέφτη που υπήρχε κρεμασμένος στο σημείο εκείνο χωρίς όμως να χάσει από το χέρι του το όπλο. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε κολλημένος στον τοίχο. Σαν ένα αόρατο χέρι να τον κρατούσε ακινητοποιημένο. Η Amy ήξερε πως αυτό απλά θα τις έδινε ένα μικρό προβάδισμα. Όμως δεν ήταν αρκετό για να φτάσει στο συρτάρι με το περίστροφο. Ένας πυροβολισμός έπεσε. Η σφαίρα βρήκε την Amy στον αριστερό ώμο από τη πίσω μεριά. Ο Jonathan αστόχησε απλά γιατί ήταν ζαλισμένος από το κτύπημα στο τοίχο και γιατί τα εγκαύματα τον πονούσαν όλο και περισσότερο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η σφαίρα θα την έβρισκε στο κεφάλι. Πάντα ολοκλήρωνε με επιτυχία τις αποστολές του. Η Amy στηρίχτηκε με δυσκολία στο πάγκο της κουζίνας αλλά ο πόνος ήταν αφόρητος. Με το ζόρι στάθηκε όρθια. Το κτύπημα όμως που σχεδόν αμέσως δέχτηκε στον κρόταφο από τη λαβή του περίστροφου του Jonathan την έριξε τελικά κάτω. Την είχε προφτάσει. Για έναν ανεξήγητο λόγο τα ξόρκια της ήταν ανεπαρκή, αδύναμα και δε θα έπρεπε να είναι καθόλου έτσι.

"Μα γιατί με δυσκολεύεις τόσο πολύ; Απλώς καθυστερείς το αναπόφευκτο. Νομίζεις πως μερικά κτυπήματα ή το κάψιμο θα με σταματήσουν;"

Στάθηκε από πάνω της και τη σημάδευε, ενώ τη κοίταζε με το ψυχρό του βλέμμα μέσα στα μάτια. Ήταν έτοιμος να ρίξει μια τελευταία σφαίρα, όμως εκείνη τη στιγμή ένα στιλέτο καρφωνόταν με ορμή στον κορμό του λίγο πιο ψηλά από τη μέση και σχεδόν πάνω στη σπονδυλική του στήλη. Το W στη λαβή του πρόδωσε τον κάτοχό του. O Jonathan με ύφος όλο απορία σωριάστηκε στο έδαφος χωρίς να καταφέρει να πει λέξη. Αυτή την εξέλιξη δε τη περίμενε. Δεν υπολόγιζε πως θα υπάρξει κάποιο τρίτο πρόσωπο, δε περίμενε το κτύπημα που δέχθηκε πισώπλατα. Κανένας από τους δύο, θύμα και θύτης, δεν είχε δει τον Dominic να μπαίνει στο διαμέρισμα. Και ξαφνικά οι ρόλοι άλλαξαν. Η Amy παρά τον έντονο πόνο είχε επιτέλους πάρει το περίστροφό της και στεκόταν πάνω από τον εκτελεστή της. Ίσως η οργή της να της έδινε αντοχή και δύναμη. Την ώρα που ο Dominic της φώναζε..."Amy μη το κάνεις."...μια σφαίρα έβρισκε τον Jonathan στον θώρακα. Στον Jonathan που δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του από τον Dominic μέχρι και που άφησε τη τελευταία του πνοή.

Η Amy πέταξε στο πάτωμα το περίστροφο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του Dominic και ξέσπασε σε κλάματα με λυγμούς. Σε λίγο έφτασε και ο Christopher που πριν από οτιδήποτε άλλο κάλεσε ασθενοφόρο. Το ξόρκι που είχε υποβάλει στον εαυτό του πριν από λίγες μέρες τον έκανε να διαισθανθεί πως κάτι κακό συνέβαινε στην Amy, όμως όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβει τον δολοφόνο και να προστατέψει τη φίλη του. Ήταν θα έλεγε κανείς τρομοκρατημένος εξαιτίας των εικόνων της επίθεσης που γέμισαν το μυαλό του και δεν ήταν άνθρωπος που τρόμαζε εύκολα. Είναι όμως διαφορετικό να βλέπεις τον δικό σου άνθρωπο να κινδυνεύει. Ευτυχώς ο Dominic βρέθηκε εκεί. Είχαν κανονίσει να βρεθούν στην είσοδο της πολυκατοικίας και όταν είδε πως η Amy αργεί πήρε την απόφαση να ανέβει επάνω. Έτσι κι αλλιώς έψαχνε ευκαιρία να την επισκεφθεί έστω και για λίγο στο διαμέρισμά της. Μέσα στο επόμενο δεκαπεντάλεπτο ήρθε και η αστυνομία. Ένας γείτονας ακούγοντας τους πυροβολισμούς και τη φασαρία την ειδοποίησε αφού κλειδώθηκε μέσα στο σπίτι του. Ο Christopher είχε προλάβει και είχε ψάξει προσεχτικά το πτώμα αλλά ταυτότητα δε βρέθηκε επάνω του και το κινητό του, που μπορεί να τους οδηγούσε κάπου, είχε ψηθεί από το ξόρκι. Τελικώς ανέλαβε να δώσει ο ίδιος μερικές εξηγήσεις στους αστυνομικούς που μπήκαν στο διαμέρισμα. Το καλό ήταν πως το όπλο ήταν δηλωμένο και ο έμπειρος και σχολαστικός Christopher είχε φροντίσει η Amy να έχει άδεια οπλοφορίας. Η δικαιολογία ήταν απλή. Η φίλη του δέχθηκε επίθεση μέσα στο σπίτι της και έπρεπε να κάνει κάτι για να αμυνθεί. Ο Dominic συνόδευσε την Amy στο νοσοκομείο. Την έβαλαν κατευθείαν στο χειρουργείο για να της αφαιρέσουν τη σφαίρα που για καλή της τύχη δεν είχε βρει κάποιο βασικό αγγείο. Αργά το απόγευμα όταν η Amy ξύπνησε στο δωμάτιο του νοσοκομείου αντίκρισε τον Christopher και τον Dominic να κάθονται δίπλα της και να περιμένουν υπομονετικά. Γυρνώντας προς τον δεύτερο του είπε...

"Σ' ευχαριστώ πολύ. Αν δεν ήσουν εκεί ο δολοφόνος θα είχε βγάλει εις πέρας την αποστολή του."...και πρόσθεσε αυτή τη φορά κοιτάζοντας τον Christopher..."Και σένα όμως σε ευχαριστώ που όπως πάντα με κάλυψες στις αρχές."

Οι δύο άντρες της είπαν σχεδόν με μια φωνή πως έκαναν αυτό που έπρεπε. Της κράτησαν για λίγο συντροφιά και μετά την άφησαν να ξεκουραστεί. Θα έβρισκαν κάποια άλλη στιγμή να συζητήσουν το τι ακριβώς έγινε...Και η μέρα έκλεισε δύσκολα για όλους, μα ένας από τους τρεις ήταν πολύ περισσότερο προβληματισμένος από τους υπόλοιπους.